Κάποτε στην Κρήτη .

Πατρις 3.12.2007

“Κάποτε στην Κρήτη”

Βιβλιοπαρουσίαση Μανόλη Κοπιδάκη

Του Γιώργου Παναγιωτάκη*

“Η Κρήτη, βρε παιδιά είναι μια αιώνια, αστείρευτη πηγή εμπνεύσεων! Ποτέ
δε θα πάψει δια μέσου του χρόνου, να σβήνει τη δίψα κάθε παιδιού της,
που θέλει να πιει από το νερό της. Δεν είμαι κι εγώ παιδί της;
Σκέφτηκα. Δεν έχω κι εγώ δίψα δημιουργίας; Δεν είμαι κι εγώ λεύτερος να
πιω από το νερό της”;

Αυτή την εσωτερική παρόρμηση και τον οδηγητικό λόγο, ακολούθησε ο
συγγραφέας, δίνοντάς μας ένα καλαίσθητο και απολαυστικό βιβλίο 240
σελίδων, με τον παραπάνω τίτλο· ο συγγραφέας που κατάγεται από τις Άνω
Ασίτες και διαπρέπει ως χειρουργός στις Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής, τίμησε όπως είναι γνωστό όχι μόνο το χειρουργικό νυστέρι,
αλλά με το τελευταίο του πόνημα, και την πένα του συγγραφέα.
Ανασκαλεύοντας τις μνήμες των νεανικών του χρόνων, άνοιξε την πόρτα της
νοσταλγίας, για να ανθολογήσει διάφορες φανταστικές κυρίως ιστορίες, να
τις ντύσει με λογοτεχνικά άρτιο τρόπο και να τις μετουσιώσει σε διαυγή
περιγραφή.

Σε κάποιο διάκενο των ιατρικών του απασχολήσεων, σκέφτηκε ότι γεγονότα,
περιστατικά, πρόσωπα και φανταστικές ιστορίες που παρελαύνουν στη μνήμη
του, έχουν τη θέση τους σε κάποιο βιβλίο. Σ’ένα βιβλίο στο οποίο μεταξύ
των άλλων να καθρεπτίζεται και η κοινωνία της Κρήτης, με τις λίγες
κακές και πολλές καλές συνήθειες των ανθρώπων της. Τα υποκείμενα στα
οποία μπολιάζει τις περιγραφές του, ανάγονται σε προγενέστερες εποχές
και κυρίως την εποχή του τουρκικού δεσποτισμού στην Κρήτη. Ο
αναστατικός τρόπος που αποδίδονται οι ιστορίες του, η ζωντάνια της
περιγραφής τους, το αφηγηματικό του ύφος, η δύναμη της έκφρασης, καθώς
και ο σεβασμός και η άνεση που τις διεξέρχεται, κυριαρχούν στο βιβλίο.

Πρωταρχικό μέλημα του συγγραφέα που προκύπτει από την αφειδώλεντη,
αγάπη του στην Κρήτη, είναι να κρατηθούν στη μνήμη μας οι περιγραφές με
τον ιστορικό τους ή άλλο χαρακτήρα, που μέσα τους βρίσκονται πολλές
φορές και τα σπέρματα της πραγματικότητας.

Ο συγγραφέας μπόρεσε όχι μόνο να μας μεταφέρει στο κλίμα, τις συνήθειες
και τα δρώμενα μιας άλλης εποχής, αλλά κράτησε και το γλωσσικό ιδίωμα
της εποχής του. Διέσωσε έτσι το λεξιλογικό πλούτο που διαθέτει η Κρήτη
και που πολλές φορές δέχεται τη λεηλασία του χρόνου και την ξενόγλωσση
εισαγωγή. Για την ακεραίωση μάλιστα του έργου, χρησιμοποιεί το
απαραίτητο γλωσσάριο στο τέλος.

Η γλώσσα επίσης που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας κυλά αβίαστα, απαλά και
τα γεγονότα ξετυλίγονται μ’ένα γλαφυρό τρόπο, που προκαλεί την
πνευματική συμμετοχή του αναγνώστη. Την πρωτοβουλία συγγραφής του
βιβλίου στήριξε προφανώς ο συγγραφέας στο κρητικό δίστιχο που λέει:

Λόγια απού δεν γράφονται ειν’άχερα στ’αλώνι

απού τα παίρνει ο άνεμος και ποιος τ’ανεμαζώνει.

Η καλλιτεχνική ευαισθησία του γιατρού Μιχάλη Νικηφοράκη και της
Τυποκρέτα, αποτυπώνεται στο βιβλίο δίνοντάς του και μια άλλη πρόσθετη
διάσταση.

Καταλήγοντας θα θέλαμε να πούμε, ότι το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία
εκείνων των βιβλίων, που όπως λέχθηκε, τα ανοίγουμε με λαχτάρα και τα
κλείνουμε με κέρδος.

* Ο Γιώργος Παναγιωτάκης είναι συγγραφέας-ιστορικός ερευνητής

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *