υλικό σε δημοσιογράφους που μένουν όλο και περισσότερο στο γραφείο
τους, μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά την ποιότητα της ενημέρωσης
|
|
«Ο σκύλος δεν τρώει σκύλο», στο ιδιόλεκτο της βρετανικής δημοσιογραφίας
σημαίνει πολύ απλά πως «γράφουμε για όλους, αλλά ποτέ δεν κάνουμε
επίθεση στους δικούς μας». Με αυτήν τη φράση ξεκινάει το βιβλίο του
«Flat Earth News» ο Νικ Ντέιβις, που, σπάζοντας την ομερτά του
βρετανικού Τύπου, αποκαλύπτει τις κατασκευασμένες ειδήσεις που
δημοσιεύονται σε έγκυρες εφημερίδες για να κάνουν μετά τον γύρο του
κόσμου, την άνευ προηγουμένου διείσδυση της βιομηχανίας δημοσίων
σχέσεων στον τομέα της ενημέρωσης και έναν καλά στημένο μηχανισμό
προπαγάνδας που δεν δυσκολεύεται να χειραγωγήσει από έναν απλό ρεπόρτερ
έως τον διευθυντή του «Observer». Από τον «ιό της χιλιετίας», που
αφαίρεσε τεράστια ποσά από τα ταμεία των βρετανικής και αμερικανικής
κυβερνήσεων, για να τα τοποθετήσει σε εκείνα των επιχειρήσεων
πληροφορικής, έως το ιρακινό ντοσιέ του Τόνι Μπλερ, ο βραβευμένος
δημοσιογράφος και συνεργάτης του «Guardian» σκιαγραφεί ένα τοπίο, όπου
«ακόμη και οι καλύτεροι ανάμεσά μας είναι έτοιμοι να πιστέψουν και
δημοσιεύσουν πληροφορίες που είναι τόσο αληθινές όσο και το ότι η Γη
είναι επίπεδη».
|
Νικ Ντέιβις: Οι αναγνώστες πρέπει να εκπαιδευτούν για να ξεχωρίσουν την είδηση από την προπαγάνδα
|
Πρόσφατα έκανε τον γύρο του κόσμου η είδηση πως ένας άνδρας και μία
γυναίκα είχαν παντρευτεί χωρίς να γνωρίζουν πως είναι δίδυμα αδέλφια,
αφού είχαν υιοθετηθεί από διαφορετικές οικογένειες, και τώρα ζητούσαν
από το δικαστήριο να ακυρώσει το γάμο τους. Την ιστορία είχε πει πως
είχε ακούσει ο λόρδος Αλτον (πιστός καθολικός, πολέμιος της άμβλωσης
και υπέρμαχος του δικαιώματος των παιδιών που έχουν γεννηθεί με τεχνητή
γονιμοποίηση από ανώνυμο δότη, να γνωρίζουν τα στοιχεία των βιολογικών
γονέων τους) και δημοσιεύθηκε σε όλες τις έγκυρες βρετανικές
εφημερίδες. Μέρες αργότερα, ένας συντάκτης του «Guardian» -που επίσης
το είχε δημοσιεύσει- το έψαξε και διαπίστωσε πως κάτι τέτοιο δεν
επιβεβαιώνεται από τις αρμόδιες δικαστικές πηγές. Καμία εφημερίδα δεν
μπήκε στον κόπο να ψάξει το θέμα πριν το δημοσιεύσει κι αυτό είναι κάτι
πολύ συνηθισμένο, λέει ο Ντέιβις από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής
γραμμής.
«Συνάδελφοι από διάφορες πόλεις του κόσμου μού έχουν στείλει
ηλεκτρονικά μηνύματα, οι περισσότεροι για να μου πουν πως και στη χώρα
τους συμβαίνουν τα ίδια. Πάνε λίγες μέρες που κυκλοφόρησε το βιβλίο και
έχω ήδη δώσει συνεντεύξεις ή αποσπάσματα του βιβλίου για δημοσίευση σε
έντυπα σχεδόν από όλες τις χώρες της Ευρώπης, τον Καναδά και τις ΗΠΑ».
Ο Ντέιβις λέει πως παντού στον αναπτυγμένο κόσμο έχει ξεκινήσει πια μια
συζήτηση για την ποιότητα της ενημέρωσης. «Εχουμε χάσει το
σημαντικότερο σύμμαχο της έρευνας, που είναι ο χρόνος. Οι περισσότεροι
δημοσιογράφοι περνούν όλο και λιγότερο χρόνο εκτός γραφείου, έχουν
λιγότερο χρόνο να καλλιεργήσουν σχέσεις με τις πηγές τους, να
διασταυρώσουν πληροφορίες, να τις συνδυάσουν, να σκεφτούν και να
αξιολογήσουν. Αν η κυβέρνηση, ένας μεγάλος οργανισμός, ή μια επιχείρηση
σου παρέχει εύκολα και γρήγορα υλικό, γιατί πιέζεσαι να παραδώσεις το
θέμα σου, το παίρνεις».
Στο βιβλίο διατυπώνετε πολύ σοβαρές καταγγελίες σχετικά με την
αξιοπιστία των δημοσιευμάτων του «Observer» την περίοδο πριν και κατά
τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στον τότε
διευθυντή της εφημερίδας Ρότζερ Αλτον και τον υπεύθυνο του πολιτικού
ρεπορτάζ Καμάλ Αχμέντ. Συμπτωματικά πρόσφατα υπέβαλαν και οι δύο τις
παραιτήσεις τους.
Ν.Ν.: «Δεν νομίζω πως παραιτήθηκαν λόγω του βιβλίου, μάλλον ήταν ένας
συνδυασμός παραγόντων. Βέβαια, το τάιμινγκ είναι ενδιαφέρον. Οσον αφορά
τον Καμάλ Αχμέντ, που σήμερα με διαψεύδει, γράφω ό,τι μου επιβεβαίωσε ο
ίδιος σε ηχογραφημένη συνέντευξη: Στη διάρκεια μιας πτήσης προς την
Ουάσιγκτον με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο, ο Αλαστερ Κάμπελ τον κάλεσε
μπροστά, μακριά από τους υπόλοιπους συναδέλφους της αποστολής, του
έδειξε το διαβόητο πλέον ντοσιέ για τα όπλα μαζικής καταστροφής που
δήθεν διέθετε ο Σαντάμ και του ζήτησε τη γνώμη του, ξέρεις "πώς σου
φαίνεται, ποια θα είναι η αντίδραση αν το δείξω σε όλους μόλις φτάσουμε
στην Ουάσιγκτον;", τέτοια πράγματα. Και ο Καμάλ του είπε τη γνώμη του.
Το συγκεκριμένο περιστατικό πρέπει να διαβαστεί στο πλαίσιο της σχέσης
που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στους δύο άνδρες, γιατί είναι περίεργο να
απομονώνει ο Κάμπελ ένα συγκεκριμένο δημοσιογράφο για να ζητήσει τις
συμβουλές του, τη στιγμή που θεωρητικά βρίσκονται σε αντίθετες
πλευρές».
Και ο διευθυντής της εφημερίδας, ο Ρότζερ Αλτον, χειραγωγήθηκε επίσης από την κυβέρνηση;
Ν.Ν.: «Ο Αλτον, που μιλούσε πολύ συχνά στο τηλέφωνο με τον Μπλερ και
τον Κάμπελ, έδειξε εμπιστοσύνη σε πληροφορίες τους που στηρίζονταν σε
ψεύδη, με αποτέλεσμα να υποστηρίξει η εφημερίδα την επίθεση στο Ιράκ,
αποφεύγοντας να δημοσιεύσει σημαντικά ρεπορτάζ. Εκείνη την περίοδο
ανταποκριτής του «Observer» στην Ουάσιγκτον ήταν ο Εντ Βούλιεμι, ο
οποίος είχε μια πηγή με πρόσβαση σε εκθέσεις της CIA. Η πηγή του -που
κατονομάζεται στο βιβλίο μου- του είπε ον δε ρέκορντ πως η CIA δεν είχε
πλέον λόγους να πιστεύει ότι ο Σαντάμ διαθέτει όπλα μαζικής
καταστροφής. Αυτό είναι τον Οκτώβριο του 2002. Ο Βούλιεμι στέλνει τη
συνέντευξη και ο «Observer» δεν τη δημοσιεύει, θεωρώντας πως όσα
αναφέρονται δεν είναι αληθή. Ανάμεσα στον Οκτώβριο του 2002 και το
Μάρτιο του 2003, οπότε και έγινε η επίθεση στο Ιράκ, ο Βούλιεμι είχε
στείλει το ίδιο κομμάτι επτά φορές. Δεν μπήκε ποτέ στην εφημερίδα»
Γράφετε πως πολλές από τις μεγάλες εφημερίδες έχουν κατά καιρούς
χρησιμοποιήσει παράνομα μέσα για να αποσπάσουν ευαίσθητα προσωπικά
δεδομένα, αναθέτοντας την «αποστολή» σε ιδιωτικούς ντετέκτιβ.
Ν.Ν.: «Να σας πω μια ιστορία που τα λέει όλα. Στη Βρετανία οι τράπεζες
προσωπικών δεδομένων επιτηρούνται από μια Επιτροπή Πληροφοριών, η οποία
αφού συγκέντρωσε στοιχεία έκανε έφοδο στο σπίτι ενός ιδιωτικού
ντετέκτιβ, για τον οποίο υπήρχαν βάσιμες υποψίες πως είχε παραβεί το
νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Οπως διαπίστωσαν, ο
άνθρωπος αυτός επί επτά ολόκληρα χρόνια αναλάμβανε τέτοιου είδους
αποστολές για λογαριασμό μεγάλων εφημερίδων. Είχε κρατήσει πλήρες
αρχείο με κάθε εντολή που είχε λάβει, όπως και όλες τις εντολές
πληρωμής. Η Επιτροπή τον οδήγησε στη Δικαιοσύνη. Ο δικαστής, λογικά
σκεπτόμενος, ζήτησε να μάθει γιατί δεν έγιναν μηνύσεις και εναντίον των
διευθυντών των εφημερίδων που τον είχαν προσλάβει. Ομως η Επιτροπή
διαθέτει περιορισμένο μπάτζετ και φοβούνταν πως αν στρέφονταν εναντίον
των μεγάλων εφημερίδων, θα έπρεπε να προσλάβουν πανάκριβους δικηγόρους
για να αντικρούσουν τους πανάκριβους δικηγόρους των συγκροτημάτων του
Τύπου και να συρθούν σε μακροχρόνιες διαδικασίες, με μεγάλο κόστος.
Τόσο απλό. Δεν μπορούσαν να το αντέξουν οικονομικά».
Στη διεθνή ειδησεογραφία τώρα, απ’ ό,τι κατάλαβα θεωρείτε εσφαλμένη
την τακτική των μεγάλων εφημερίδων που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στα
ρεπορτάζ των ανταποκριτών του «Reuters» και του «Associated Press».
Ν.Ν.: «Ο αριθμός των ανταποκριτών έχει δραματικά μειωθεί, γιατί τα
συγκροτήματα των μέσων ενημέρωσης κάνουν περικοπές, επιλέγοντας να
παίρνουν τις ειδήσεις από τα πρακτορεία. Σήμερα στη Νιγηρία, για
παράδειγμα, θα βρεις ένα γραφείο του "Reuters" και του "ΑΡ". Σε αυτό το
γραφείο εργάζεται ένας και μόνο δημοσιογράφος, επιφορτισμένος να
καλύπτει τις ζωές δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε μια έκταση χιλιάδων
τετραγωνικών χιλιομέτρων. Και αυτός ο δημοσιογράφος θα βρίσκεται τον
περισσότερο καιρό στο Λάγος, όπου για να στείλει τις ανταποκρίσεις του
θα διαβάζει το νιγηριανό Τύπο και θα αναπαράγει τα δελτία Τύπου της
κυβέρνησης και των μεγάλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη
χώρα. Αρα δεν έχει καλή εικόνα της πραγματικότητας. Και κάτι άλλο: Το
πρακτορείο θα σου δώσει μια ακριβή αναφορά τού τι είπε ο πρόεδρος, για
παράδειγμα, αλλά δεν θα σου πει αν αυτό που λέει ο πρόεδρος είναι
αλήθεια, τι συνεπάγεται κ.λπ. Γιατί αυτό δεν είναι δουλειά του
πρακτορείου, είναι δουλειά της εφημερίδας».
Τελικά ποιον προτείνετε να εμπιστευθούν οι πολίτες για την ενημέρωσή τους;
Ν.Ν.: «Οι ίδιοι οι αναγνώστες μπορούν να εκπαιδευτούν ώστε να είναι σε
θέση να ξεχωρίζουν τις ειδήσεις και τις έγκυρες αναλύσεις από τα
προϊόντα της προπαγάνδας και της βιομηχανίας δημοσίων σχέσεων. Από τη
στιγμή που θα συνειδητοποιήσουν πώς λειτουργεί ο μηχανισμός της
ενημέρωσης, θα αναγνωρίζουν τι αξίζει να πιστέψουν και τι όχι. Σε αυτήν
την κατεύθυνση επιχείρησα να συμβάλω με το βιβλίο». *
